παραλογιστικῶς

παραλογιστικῶς
παραλογιστικός
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραβεβλημένως — Α επίρρ. 1. απερίσκεπτα, ανόητα 2. πλαγίως, ειρωνικά 3. σε παραβολές 4. παράλληλα 5. (κατά τον Ησύχ.) «ἀπαιτητικῶς παραλογιστικῶς ἐξ ἀντιβολῆς παραβάλλοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού παραβάλλω] …   Dictionary of Greek

  • παραλογιστικός — ή, ό, ΝΑ [παραλογίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, χαρακτηριστικός τού παραλογισμού 2. αυτός που είναι επιτήδειος ή επιρρεπής σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς. επίρρ... παραλογιστικῶς Α με παραλογιστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”